- αίσθημα
- Η καταχώρηση στη συνείδησή μας των αποτελεσμάτων ενός ερεθισμού, τον οποίο μεταφέρουν τα αισθητήρια όργανα, με τη βοήθεια του νευρικού συστήματος, στον εγκέφαλο, όπου και ερμηνεύονται. Πρόκειται δηλαδή για εικόνες του εσωτερικού και εξωτερικού μας κόσμου και διακρίνονται σε α. όρασης, ακοής, γεύσης, όσφρησης, αφής και θερμοκρασίας. Τα α. εξάλλου της θέσης και της κίνησης των μελών του σώματος ονομάζονται κινητικά, και εκείνο της ισορροπίας του σώματος λέγεται στατικό α. Τα α. πάλι που προκύπτουν από τα εσωτερικά όργανα (στομάχι, καρδιά, πνεύμονες κ.ά.) λέγονται ζωικά α. Α. του είδους αυτού είναι η πείνα, η δίψα, ο κορεσμός, η γενετήσια επιθυμία, η δύσπνοια, η κούραση κ.ά. Οι ιδιότητες των α. είναι η ποιότητα, η ένταση και η προβολή. Η ένταση του α. εξαρτάται πάντοτε από την ένταση του ερεθίσματος που το προκάλεσε.
Πάντως, οι νεότερες αντιλήψεις για το α. έχουν τροποποιήσει αρκετά τις καθιερωμένες, κυρίως μετά την εμφάνιση της ψυχαναλυτικής επιστήμης.
* * *το (Α αἴσθημα)αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων, αυτό που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, το αποτέλεσμα ή η εντύπωση που προέρχεται από την αίσθησηνεοελλ.1. ψυχική κατάσταση, συναίσθημα2. ψυχική διάθεση ή ροπή3. ερωτικός δεσμός4. φρ. «άνθρωπος με αισθήματα», ευγενικός, μεγαλόψυχος, ευαίσθητος«δεν έχω αισθήματα», είμαι άκαρδος, σκληρός, αναίσθητοςαρχ.αίσθηση, αντίληψη, γνώση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσθάνομαι.ΠΑΡ. νεοελλ. αισθηματίας, αισθηματικός, αισθηματώδης.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αισθηματοβριθής, αισθηματολόγος].
Dictionary of Greek. 2013.